- τζαμπατζής
- και τσαμπατζής, ο, θηλ. τζαμπατζίδισσα και τζαμπατζού Ν1. αυτός που συστηματικά επιδιώκει να αποκτήσει κάτι χωρίς πληρωμή και τό κατορθώνει, χαραμοφάης, αμακαδόρος, παρακεντές2. (ειδικά) αυτός που παρακολουθεί θεατρική ή άλλη παράσταση χωρίς να πληρώνει.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. caba-ci].
Dictionary of Greek. 2013.