τζαμπατζής

τζαμπατζής
και τσαμπατζής, ο, θηλ. τζαμπατζίδισσα και τζαμπατζού Ν
1. αυτός που συστηματικά επιδιώκει να αποκτήσει κάτι χωρίς πληρωμή και τό κατορθώνει, χαραμοφάης, αμακαδόρος, παρακεντές
2. (ειδικά) αυτός που παρακολουθεί θεατρική ή άλλη παράσταση χωρίς να πληρώνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. caba-ci].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τζαμπατζής — ο (λ. τουρκ.), πληθ. ήδες, θηλ. τζαμπατζού πληθ. ούδες, αυτός που επιδιώκει και κατορθώνει να απολαμβάνει κάτι χωρίς πληρωμή (θεατρικές, κινηματογραφικές, ποδοσφαιρικές εκδηλώσεις κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… …   Dictionary of Greek

  • τζαμπατζήδικος — η, ο, Ν [τζαμπατζής] αυτός που αποχτιέται ή γίνεται χωρίς πληρωμή, ανέξοδος. επίρρ... τζαμπατζήδικα Ν δωρεάν, ανέξοδα, χωρίς πληρωμή …   Dictionary of Greek

  • τσαμπατζής — ο, Ν βλ. τζαμπατζής …   Dictionary of Greek

  • τσαμπατζής — ο βλ. τζαμπατζής, ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”